ἐπιληπτικούς

ἐπιληπτικούς
ἐπιληπτικός
subject to epilepsy
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξάνθρωπος — ἐξάνθρωπος, ον (AM) μσν. απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύση αρχ. 1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος 2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες …   Dictionary of Greek

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροσόκ — Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100 130 V για 2 3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο… …   Dictionary of Greek

  • κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …   Dictionary of Greek

  • ορεσειπάθεια ή νόσος των ορειβατών — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που μπορεί να εμφανιστεί στον άνθρωπο σε υψόμετρο 3.000 5.000 μ. ή σε αντίστοιχες βαρομετρικές υποπιέσεις. Η νόσος των ορέων οφείλεται στην ελάττωση της τάσης του οξυγόνου, η οποία προκαλεί μια κατάσταση ανοξαιμίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”